Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου: η ελκυστική δημιουργός που τραγουδήθηκε από το πανελλήνιο παρόλα αυτά δοξάστηκε μετά εορτής

«Ο μύθος την έχει πως ήταν υιοθετημένη, και βεβαίως με τη συνεννόηση των 2 γυναικών, της θετής και αληθινής μαμάς της. “Θ’ αφήσω το τέκνο την τάδε στιγμή στην εξώπορτα, έχε το μυαλό σου...” Πού να κλείσει μάτι η Μαριόγκα ολόκληρο το βράδυ. Την άλλη μέρα το πρωί, όταν άνοιξε την πόρτα, έβαλε τις φωνές: “Αχ, ένα νιάνιαρο είναι στην πόρτα μας, η ευτυχία μπήκε στο σπίτι μας...”»

Ετσι η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου εμφανίστηκε με «θεατρικό τρόπο» στη ζωή της Μαριόγκας και του Γεωργίου Οικονόμου, Χατζηγεωργίου όπως το άλλαξε αργότερα. Το βιβλίο 222 φύλλων «Η γιαγιά μου η Ευτυχία» (εκδόσεις Αγκυρα), που έγραψε το 2003 η εγγονή της, Ρέα Μανέλη, χορεύτρια στο θέατρο με σταδιοδρομία και στο εξωτερικό, ανατυπώθηκε και βρίσκεται ξανά στα βιβλιοπωλεία. Αυτές τις μέρες που η μεγάλη δημιουργός μάς απασχολεί εκ νέου, με την ταινία του Αγγελου Φραντζή, αφιερωμένη στη ζωή της, και χρόνια πριν, με τον δραματικό μονόλογο της Νένας Μεντή στη σκηνή, είναι ευκαιρία να την ανακαλύψουμε από τις προσωπικές μαρτυρίες της μοναδικής Ρέας.

Με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Το λαϊκό «γράφεται πρώτα με την καρδιά και το συναίσθημα και ύστερα με τεχνική. Κι kατά συνέπεια μόνο μας ξεσηκώνει, μας βάζει σε κίνηση, μας προβληματίζει», είπε σε ομιλία της το 1970.

Η Ευτυχία ξεχώριζε στο Αϊδίνι της Μ. Ασίας. Ανετα μεγαλωμένη, της άρεσε να ομιλεί με ρίμα, πήρε το δίπλωμα της καθηγήτριας στα 18 της, έγραφε ποίηση, απολάμβανε το διάβασμα, ήταν όμως άγρια. Μετά τον θάνατο του πατέρα της, πουλούσε, δίχως λόγο, ό,τι έβρισκε σπίτι: από τα μπιζού μέχρι το στασίδι της μάνας της στην εκκλησία.

Δεσμεύτηκε με προξενιό τον έμπορο και μεγαλύτερό της Κωστή Νικολαΐδη. Η μητέρα της ήταν ειλικρινής στον γαμπρό: «Η Ευτυχία δεν έχει ιδέα ποια πόρτα οδηγεί προς την κουζίνα, παρόλα αυτά γνωρίζει πολύ καλά ποια είναι η πόρτα που οδηγεί στη βιβλιοθήκη, και στην εξώπορτα». Απέκτησαν δύο κόρες, τη Μαίρη και την Καίτη, όμως η Ευτυχία δεν ήταν ερωτευμένη, γράφει η εγγονή της, Ρέα, κόρη της Μαίρης και του κωμικού Φραντζέσκου Μανέλη. Το 1919, όταν οι Τσέτες, άτακτοι Τούρκοι στρατιώτες, μπήκαν στο Αϊδίνι, «είδε να σφάζουν, να βιάζουν και να καίνε, κι αυτές τις εικόνες τις κουβαλούσε 1 ζωή εντώς της». Με τα παιδιά και τη μάνα της ανακαλύφθηκαν αιχμάλωτες. Παρόλα αυτά ταύτο ήταν 1 κεφάλαιο για το οποίο δεν ήθελε να μιλάει η οικογένεια.

Με τον ερχομό της στον Πειραιά ξανασυναντήθηκε με τον σύντροφο της, μολαταύτα δεν άντεχε τον καθωσπρεπισμό. Το θέατρο είχε κρυφό παράπονο. Χώρισαν, αλλά ο Νικολαΐδης διατύπωσε όρους: «Αν θα φύγεις, θα πάρεις ένα από τα 2 τέκνα και δεν πρόκειται ποτέ να δεις το άλλο».

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου με τον δεύτερο σύζυγο της Γιώργο και την εγγονή Ρέα Μανέλη μεταξύ τους.

Τριαντάρα στο εξής, «σχετίστηκε» με τον πρωταγωνιστή Νίκο Αλεξίου και την ίδια ώρα του ανακάλυψε την περιπέτεια της καλλιτεχνίας, τα μπουλούκια, τον τζόγο, τη «σκληρή πόκα», «που ποτέ δεν έμαθε να παίζει καλά». Οταν χώρισε, κουρασμένη Βερες Γαμου από τις ζήλιες του Αλεξίου, πήγε στην Κοτοπούλη. Η Μαρίκα τη συμπάθησε, τη θεωρούσε αναμφιβόλως τυχερή. Στο μεταξύ, έβλεπε κρυφά και την άλλη θυγατέρα της. Και εκεί γύρω στο 1928 ερωτεύθηκε τρελά τον μικρότερο της Γιώργο Παπαγιαννόπουλο, χωροφύλακα και λάτρη της λογοτεχνίας και της ποίησης, συχνο επισκέπτη των βιβλιοπωλείων, όπως κι αυτή. Παντρεύτηκαν αργότερα και έμειναν μαζί έως τον θάνατό του. Εκείνη «ήταν σπάταλη και χωρίς καμία λογική, εκείνος ήταν τσιγκούνης, εντρεχής και νοικοκύρης». Τάξη δεν κρατούσε ούτε στα κείμενα της. Εγραφε σε πακέτα τσιγάρων, πίσω από λογαριασμούς και φωτογραφίες, κι όταν δεν είχε να ανάψει το τσιγάρο της, έπαιρνε το χαρτί πού εντωμεταξύ είχε γράψει στίχους και το άναβε από τη σόμπα.

Την Ευτυχία των διαφορών εκμεταλλεύθηκαν πολλοί. «Από τη μια, πούλαγε τα τραγούδια της, κι από την άλλη, ήθελε, δίψαγε για καλλιτεχνική δικαίωση...» Στο Βερες Διχρωμες τέλος της, ζήτησε από τους οικίους της να μην τα εναντιωθούν με αυτούς που αγόραζαν τα τραγούδια της. «Με εκμεταλλεύτηκαν εν γνώσει μου. Εγώ, η παλαβή, τους θρμοπαρακαλούσα να τα πάρουν.

Από έρωτα και φόβο μην χάσει τον σύντροφο της, δημιούργησε το «Αντιλαλούνε τα βουνά». Για τον θάνατο της θυγατέρας της Μαίρης, το 1960, το «Δυο πόρτες έχει η ζωή» και το «Είμαι αητός χωρίς φτερά». Το λαϊκό «γράφεται πρώτα με την καρδιά και το συναίσθημα και ύστερα με τεχνική. Κι όθεν μόνο μας ξεσηκώνει, μας βάζει σε κίνηση, μας προβληματίζει», είπε σε ομιλία της το 1970. Στον Χιώτη έδωσε τα «Ηλιοβασιλέματα», «Πάρε το δάκρυ μου», «Περασμένες μου αγάπες». Τα «Καβουράκια», που την πατρότητα τους διεκδίκησε ο Β. Τσιτσάνης, τα πούλησε -γράφει η εγγονή της- «για 150 δραχμές, δίχως να έχει έλλειψη από τα χρήματα και επικαλείται μαρτυρία της άλλης θυγατέρας της Ευτυχίας, της Καίτης.

Πολλοί οικειοποιήθηκαν ή άλλαξαν ολιγώ τους στίχους της, υποστηρίζοντας ότι ήταν δικοί τους, όμως όλοι γνώριζαν ότι τα πεντάστιχα κουπλέ ήταν δικά της. «Περασμένες μου αγάπες», «Ονειρο απατηλό», «Δυο πόρτες έχει η ζωή», «Μαντουμπάλα», αμέτρητες οι επιτυχίες. Και δύο ποιητικές συλλογές. «Ο Χιώτης δεν διέψευσε ποτέ τη γιαγιά, όταν φώναζε πως τα τραγούδια τα είχε συνθέσει εκείνη. Ασε που τον “ξεζούμιζε” συστηματικά», γράφει η Ρέα. Η «πολυμήχανη» Ευτυχία αδιαφορούσε για τα δικαιώματα. «Και την Τράπεζα της Αγγλίας να είχα, εγώ θα τη έριχνα έξω», είχε αναφέρει. Πούλησε ακόμα και την επίσημη ενδυμασία παρέλασης του άνδρα της. Κι όταν τα βράδια ο Γιώργος κοιμόταν νωρίς σε ξεχωριστή κρεβατοκάμαρα, επειδή αυτή σύνθετε έως αργά, η Ευτυχία έτρεχε για πόκα, από μια ξύλινη σκάλα που έβαζε στον τοίχο της αυλής, στο διπλανό σπίτι. Ωσπου αποκαλύφθηκε. Ενα διαφορετικό βράδυ, έξω από το οίκημα της Βλαχοπούλου, φώναζε: «Ρένα, κατέβα να πληρώσεις το ταξί». Ανήσυχη, η ηθοποιός ρώτησε: «Τι έγινε, Ευτυχία;» Η απάντηση ήταν: «Ηρθα να μου δώσεις δανεικά»!

Ηταν και κέρβερος. Έκαστο βράδυ περίμενε την εγγονή της απέξω
από το θέατρο, όταν η Ρέα έκανε το ντεμπούτο της, 14 ετών, στο «Περοκέ» το 1956, ως χορεύτρια. Χρόνια απαί, άρρωστη στο ίδρυμα υγειονομικής περίθαλψης, καταβεβλημένη από τον θάνατο της κόρης της Μαίρης, κοίταζε συνέχεια την εξώπορτα, για την επίσκεψη του Λευτέρη Παπαδόπουλου και του Λουκιανού Κηλαηδόνη. «Μια μέρα είπε θλιμμένα “κουράστηκα να ζω, θέλω να πεθάνω”, προσθέτοντας “και καλά, άντε πέθανα και πήγα στον παράδεισο κι έγινα αγγελάκι, κι ξεκίνησα να πετάω από το ένα συννεφάκι στο άλλο... Απαπαπα, τι στενοχώρια, πιό καλά να ζήσω”». Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου έφυγε από τη ζωή στις Επτά Ιανουαρίου 1972.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *